Στο ποδόσφαιρο της σημερινής εποχής, οι παίκτες παγκοσμίου κλάσης επικεντρώνονται συνήθως στις υπέρογκες υποχρεώσεις των συλλόγων στους οποίους αγωνίζονται.
Γράφει ο Γιάννης Ασημακόπουλος
Εθνικά πρωταθλήματα, Κύπελλα και ευρωπαϊκές διοργανώσεις συνθέτουν ένα εξαιρετικά απαιτητικό καλεντάρι, που …πείθει τον εγνωσμένης αξίας ποδοσφαιριστή να αφήσει σε δεύτερη μοίρα τους αγώνες της εθνικής του ομάδας.
Ακροβατεί, δηλαδή, ο σύγχρονος παγκόσμιος σταρ των γηπέδων μεταξύ του συναισθηματισμού (του εθνοσήμου και των όσων αυτό συμβολίζει) και του επαγγελματικού ρεαλισμού (του συλλόγου που τού παρέχει χρήματα και προοπτικές ατομικής ανέλιξης).
Υπό αυτές τις συνθήκες, σπανίζουν οι περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που αναγορεύονται αυτομάτως σε απόλυτους ηγέτες των εθνικών τους ομάδων. Όπως ο Πούσκας για την Ουγγαρία, ο Πελέ για τη Βραζιλία, ο Εουσέμπιο για την Πορτογαλία, ο Κρόιφ για την Ολλανδία, ο Μπεκενμπάουερ για τη Γερμανία.
Όπως ήταν, επίσης, ο Γκρεγκόρζ Λάτο (που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1950) για την Πολωνία. Ο Λάτο ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο σε επαγγελματικό επίπεδο στην Stal Mielec το 1966. Υπηρέτησε τη συγκεκριμένη ομάδα για 14 ολόκληρα χρόνια, επιτυγχάνοντας 117 γκολ σε 295 εμφανίσεις. Το 1980, μετακόμισε στο Βέλγιο και φόρεσε τη φανέλα της Lokeren (αν δεν υπήρχε το ιδιότυπο καθεστώς της πολωνικής λίγκας, η οποία απαγόρευε στον Πολωνό ποδοσφαιριστή να μετεγγραφεί σε ομάδα του εξωτερικού πριν από τα 30 του χρόνια, πιθανώς να είχε βρεθεί νωρίτερα σε ένα πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα).
Το 1982, επέλεξε να ζήσει την εμπειρία της ποδοσφαιρικής δράσης στο Μεξικό και εντάχθηκε στο δυναμικό της Atlante, όπου αγωνίστηκε για τη σεζόν 1982-83. Εν συνεχεία, εν έτει 1984, έφυγε για τον Καναδά και έγινε μέλος της ερασιτεχνικής Polonia Hamilton. Με αυτή την ομάδα, πραγματοποίησε 52 συμμετοχές και σημείωσε 20 γκολ.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο εν λόγω ποδοσφαιριστής ενσάρκωσε το ποδόσφαιρο κυριαρχίας και φαντασίας που απέδωσαν οι Πολωνοί για μια ολόκληρη δεκαετία (1972 – 1982).
Το 1972, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, η Πολωνία, υπό τις οδηγίες του Κάζιμιρ Γκόρσκι, κατέκτησε το τρόπαιο αφού επικράτησε της Ουγγαρίας με σκορ 2-1 στον μεγάλο τελικό της διοργάνωσης. Ήταν τα πρώτα ευκρινή δείγματα ποδοσφαιρικής άνοιξης για τους Πολωνούς, που θα απεδείκνυαν την απτή τους πρόοδο δύο χρόνια αργότερα, στο Μουντιάλ του 1974.
Εκείνη τη χρονιά, στα γήπεδα της Γερμανίας, ο Λάτο και οι συμπαίκτες του έφτασαν μια ανάσα από τον τελικό του Μονάχου. Ηττήθηκαν στον ημιτελικό από τη διοργανώτρια Δυτική Γερμανία με 0-1, αλλά στη συνέχεια δεν …παραιτήθηκαν και κατέλαβαν την διόλου ευκαταφρόνητη τρίτη θέση (Πολωνία – Βραζιλία 1-0, με γκολ του Λάτο, στον μικρό τελικό). Από τα πλέον αξιοσημείωτα αυτού του Μουντιάλ ήταν το γεγονός ότι ο Λάτο ανεδείχθη σε πρώτο σκόρερ με 7 γκολ και, ως εκ τούτου, κατέκτησε το «χρυσό παπούτσι».
Το 1976, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, οι Πολωνοί κατετάγησαν δεύτεροι, αφού λύγισαν, όπως και το 1974, μπροστά στο – υπερβολικά υψηλό – εμπόδιο της Δυτικής Γερμανίας (ήττα με 3-1 στον τελικό). Το γκολ της τιμής σε εκείνο τον τελικό είχε πετύχει, για μια ακόμη φορά, ο συνήθης ύποπτος: ο Λάτο!
Το 1982, ύστερα από την αποτυχία της πολωνικής «αρμάδας» να διακριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο τού 1978, κατεγράφη άλλη μια σημαντική στιγμή. Η κατάληψη της τρίτης θέσης στο Μουντιάλ της Ισπανίας (νίκη για τους Πολωνούς με 3-2 επί της Γαλλίας του Μισέλ Πλατινί στον μικρό τελικό) απετέλεσε τον κολοφώνα της δόξας τόσο του Λάτο όσο και της εθνικής ομάδας της χώρας του.
Αδιαμφισβήτητα, η «χρυσή εποχή» του πολωνικού ποδοσφαίρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτόν τον άνθρωπο. Με αυτόν τον σπουδαίο σκόρερ, που φρόντιζε πάντοτε να αναλαμβάνει τα ηνία των επιθετικών προσπαθειών της (εκάστοτε) ομάδας του. Με τον επιθετικό που συνδύαζε την κινητικότητα με την εκτελεστική δεινότητα (σημειωτέον, πέτυχε συνολικά 45 γκολ σε 100 εμφανίσεις με την εθνική Πολωνίας).
Μετά το πέρας της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ο Γκρεγκόρζ Λάτο προπόνησε κατά σειρά τις New York Rockets (1988 - 90), Stal Mielec (1991 - 93), Olimpia Poznan (1993 - 95), Amica Wronki ( 1995 -96), Stal Mielec ( 1996 -97) και Widzew Lodz (1999). Επιπλέον, το 2008 εξελέγη πρόεδρος της πολωνικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και παρέμεινε στον προεδρικό θώκο μέχρι το 2012, όταν τον αντικατέστησε ο - επίσης παλαίμαχος ποδοσφαιριστής - Ζμπίγκνιεφ Μπόνιεκ.
Αλλά η αλήθεια είναι πως οι προπονητικές και παραγοντικές του δάφνες υπολείπονται των αγωνιστικών του αρετών. Των αρετών που «σφράγισαν» πολλούς σημαντικούς αγώνες και «φώλιασαν» στη μνήμη των απανταχού φιλάθλων!