Σήμερα, κυριαρχεί στο προσκήνιο το ποδόσφαιρο του επαγγελματισμού και της λεπτομερειακής ανάλυσης δεδομένων.
Προπονητές, τεχνικά τιμ και ποδοσφαιριστές επικεντρώνονται στο ενδελεχές «διάβασμα» του αντιπάλου, χάρη στις διαρκώς εξελισσόμενες μεθόδους προετοιμασίας και μελέτης για τους επικείμενους αγώνες.
Γράφει ο Γιάννης Ασημακόπουλος
Αυτό, όμως, δεν ισοδυναμεί απαραιτήτως με κατάργηση της έννοιας του ποδοσφαιρικού αυθορμητισμού στο σύνολο των διεξαγόμενων παιχνιδιών. Διότι, σε κάθε περίπτωση, εξακολουθούν να υπάρχουν ποδοσφαιριστές που δύνανται να μετατρέψουν ένα ματς σε υπέροχη «μουσική» αέναων επινοήσεων. Ο Λιονέλ Μέσι είναι ο πρώτος που μάς έρχεται αβίαστα στον νου, όταν κάνουμε λόγο για την ακαταμάχητη γοητεία της ατομικής δημιουργίας στον αγωνιστικό χώρο.
Επιπλέον, ένας εκ των μεγαλύτερων πρωταγωνιστών του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και εκφραστής αυτής της δημιουργικής τάσης ήταν ο Ριβάλντο (που γεννήθηκε στις 19 Απριλίου του 1972). Ο Βραζιλιάνος, πλέον παλαίμαχος, ο οποίος αγωνίστηκε και στην Ελλάδα με τα χρώματα του Ολυμπιακού και της Α.Ε.Κ., μπορούσε τόσο να κατευθύνει άριστα την επιθετική ανάπτυξη της ομάδας του όσο και να εκτελεί με το «μαγικό» αριστερό του πόδι τους αντιπάλους τερματοφύλακες.
Ο «Ρίμπο» άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στον χώρο του ποδοσφαίρου στη Σάντα Κρουζ το 1991. Εν συνεχεία, αγωνίστηκε κατά σειρά στις Μότζι Μίριμ, Κορίνθιας και Παλμέιρας, πριν κάνει το μεγάλο βήμα για την Ευρώπη και τη Ντεπορτίβο Λα Κορούνια το 1996.
To 1997, η Μπαρτσελόνα τον απέκτησε από την ομάδα της Γαλικίας. Με τους «μπλαουγκράνα» κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Ισπανίας, κέρδισε τη «Χρυσή Μπάλα» το 1999 και λατρεύτηκε από το κοινό του «Καμπ Νου» χάρη στην υψηλή του τεχνική κατάρτιση και στην ηγετική του φυσιογνωμία.
Συν τοις άλλοις, η βραδιά της 17ης Ιουνίου 2001 θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη των οπαδών του συλλόγου της Βαρκελώνης λόγω της εκπληκτικής παράστασης που προσέφερε ο Ριβάλντο στο ματς με τη Βαλένθια. Πέτυχε χατ – τρικ, με το τρίτο γκολ να ξεσηκώνει – δικαίως - τα πλήθη. Στο 87ο λεπτό της συνάντησης, ο Ντε Μπουρ έκανε μια μπαλιά ακριβείας στον Βραζιλιάνο, ο οποίος, ευρισκόμενος σχεδόν στη γραμμή της μεγάλης περιοχής της Βαλένθια, κοντρόλαρε με το στήθος και νίκησε τον Σαντιάγκο Κανιθάρες με ένα ονειρώδες ανάποδο ψαλίδι. Έτσι, η «Μπάρτσα» διαμόρφωσε το 3-2 και κατέλαβε την 4η θέση, που την οδήγησε στα προκριματικά του Champions League της σεζόν 2001 -02.
Ο Ριβάλντο, όμως, δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την ευρωπαϊκή υπέρβαση με την ομάδα της Καταλονίας και αναζήτησε καταφύγιο στην Μίλαν του Κάρλο Αντσελότι τον Ιούνιο του 2002. Περιττό να αναφέρουμε πως δικαιώθηκε απολύτως γι’ αυτή την επιλογή του, καθώς στις 28 Μαΐου 2003 ύψωσε - αν και αναπληρωματικός - το τρόπαιο του Champions League προς τον ουρανό του Μάντσεστερ, ύστερα από τη νίκη των «ροσονέρι» επί της Γιουβέντους στη διαδικασία των penalties (3-2 πεν., 0-0 κ.α, παρ.).
Έπειτα, όπως αναφέρθηκε πριν, γεύτηκε την εμπειρία της Ελλάδας, αφού είχε πραγματοποιήσει κι ένα μικρό πέρασμα από την Κρουζέιρο. Το 2008, χρονιά της αποχώρησής του από τη χώρα μας, στράφηκε προς την περιπέτεια του Ουζμπεκιστάν (Μπουνιουτκόρ), ακολούθως επέστρεψε στην πατρίδα του (Μότζι Μίριμ, Σάο Πάουλο), ενώ το 2012 επέλεξε να μετακινηθεί στην Καμπουσκόρπ της Ανγκόλας! Οι τελευταίες ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε ήταν η Σάο Καετάνο (2013) και η Μότζι Μίριμ (2014).
Επιπροσθέτως, ο Ριβάλντο δόξασε τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας για δέκα ολόκληρα χρόνια (1993 – 2003), με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Μουντιάλ του 2002, που διεξήχθη στα γήπεδα της Ν. Κορέας και της Ιαπωνίας.
Μια ποδοσφαιρική διαδρομή που ανέδειξε την «τέχνη» της συνέπειας στην επιτυχία. Ένας ποδοσφαιριστής που προσέφερε στο άθλημα τα μέγιστα. Δηλαδή, την υποδειγματική αφοσίωση και την απαράμιλλη ποιότητά του.
Ο Ριβάλντο αποχώρησε πέρυσι από την ενεργό δράση, αλλά η μνήμη των μεγάλων κατορθωμάτων του (θα) παραμένει άσβεστη!